Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λίς
λίς2
λισγάριον
λίσπαι
λισπόπυγος
λίσπος
λισσάνιος
λισσάς
λίσσομαι
Λίσσος
λισσός
λισσόω
λίσσωμα
λίσσωσις
λιστός
λιστραίνω
λιστρεύω
λίστρον
λιστρωτός
λίσφος
λίσχροι
View word page
λισσός
smooth
ShortDef
smooth
Debugging
Headword:
λισσός
Headword (normalized):
λισσός
Headword (normalized/stripped):
λισσος
IDX:
53497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53498
Key:
Data
{'content': 'smooth'}