Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιρόφθαλμος
λίς
λίς2
λισγάριον
λίσπαι
λισπόπυγος
λίσπος
λισσάνιος
λισσάς
λίσσομαι
Λίσσος
λισσός
λισσόω
λίσσωμα
λίσσωσις
λιστός
λιστραίνω
λιστρεύω
λίστρον
λιστρωτός
λίσφος
View word page
Λίσσος
Lissos

ShortDef

Lissos

Debugging

Headword:
Λίσσος
Headword (normalized):
λίσσος
Headword (normalized/stripped):
λισσος
IDX:
53496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53497
Key:

Data

{'content': 'Lissos'}