Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιρός
λιρόφθαλμος
λίς
λίς2
λισγάριον
λίσπαι
λισπόπυγος
λίσπος
λισσάνιος
λισσάς
λίσσομαι
Λίσσος
λισσός
λισσόω
λίσσωμα
λίσσωσις
λιστός
λιστραίνω
λιστρεύω
λίστρον
λιστρωτός
View word page
λίσσομαι
to beg, pray, entreat, beseech

ShortDef

to beg, pray, entreat, beseech

Debugging

Headword:
λίσσομαι
Headword (normalized):
λίσσομαι
Headword (normalized/stripped):
λισσομαι
IDX:
53495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53496
Key:

Data

{'content': 'to beg, pray, entreat, beseech'}