Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Λίρις
λιρός
λιρόφθαλμος
λίς
λίς2
λισγάριον
λίσπαι
λισπόπυγος
λίσπος
λισσάνιος
λισσάς
λίσσομαι
Λίσσος
λισσός
λισσόω
λίσσωμα
λίσσωσις
λιστός
λιστραίνω
λιστρεύω
λίστρον
View word page
λισσάς
smooth, bare

ShortDef

smooth, bare

Debugging

Headword:
λισσάς
Headword (normalized):
λισσάς
Headword (normalized/stripped):
λισσας
IDX:
53494
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53495
Key:

Data

{'content': 'smooth, bare'}