Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λιπώδης
λιραίνω
Λίρις
λιρός
λιρόφθαλμος
λίς
λίς2
λισγάριον
λίσπαι
λισπόπυγος
λίσπος
λισσάνιος
λισσάς
λίσσομαι
Λίσσος
λισσός
λισσόω
λίσσωμα
λίσσωσις
λιστός
λιστραίνω
View word page
λίσπος
smooth, polished
ShortDef
smooth, polished
Debugging
Headword:
λίσπος
Headword (normalized):
λίσπος
Headword (normalized/stripped):
λισπος
IDX:
53492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53493
Key:
Data
{'content': 'smooth, polished'}