Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λίπτομαι
λιπυρία
λιπώδης
λιραίνω
Λίρις
λιρός
λιρόφθαλμος
λίς
λίς2
λισγάριον
λίσπαι
λισπόπυγος
λίσπος
λισσάνιος
λισσάς
λίσσομαι
Λίσσος
λισσός
λισσόω
λίσσωμα
λίσσωσις
View word page
λίσπαι
set of dice cut in two

ShortDef

set of dice cut in two

Debugging

Headword:
λίσπαι
Headword (normalized):
λίσπαι
Headword (normalized/stripped):
λισπαι
IDX:
53490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53491
Key:

Data

{'content': 'set of dice cut in two'}