Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιποψυχώδης
λίπτομαι
λιπυρία
λιπώδης
λιραίνω
Λίρις
λιρός
λιρόφθαλμος
λίς
λίς2
λισγάριον
λίσπαι
λισπόπυγος
λίσπος
λισσάνιος
λισσάς
λίσσομαι
Λίσσος
λισσός
λισσόω
λίσσωμα
View word page
λισγάριον
spade, mattock

ShortDef

spade, mattock

Debugging

Headword:
λισγάριον
Headword (normalized):
λισγάριον
Headword (normalized/stripped):
λισγαριον
IDX:
53489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53490
Key:

Data

{'content': 'spade, mattock'}