Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λιποψυχία
λιποψυχώδης
λίπτομαι
λιπυρία
λιπώδης
λιραίνω
Λίρις
λιρός
λιρόφθαλμος
λίς
λίς2
λισγάριον
λίσπαι
λισπόπυγος
λίσπος
λισσάνιος
λισσάς
λίσσομαι
Λίσσος
λισσός
λισσόω
View word page
λίς2
(Ep.) smooth
ShortDef
(Ep.) a lion
(Ep.) smooth
Debugging
Headword:
λίς2
Headword (normalized):
λίς
Headword (normalized/stripped):
λις2
IDX:
53488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53489
Key:
Data
{'content': '(Ep.) smooth'}