Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιποψυχέω
λιποψυχία
λιποψυχώδης
λίπτομαι
λιπυρία
λιπώδης
λιραίνω
Λίρις
λιρός
λιρόφθαλμος
λίς
λίς2
λισγάριον
λίσπαι
λισπόπυγος
λίσπος
λισσάνιος
λισσάς
λίσσομαι
Λίσσος
λισσός
View word page
λίς
(Ep.) a lion

ShortDef

(Ep.) a lion
(Ep.) smooth

Debugging

Headword:
λίς
Headword (normalized):
λίς
Headword (normalized/stripped):
λις
IDX:
53487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53488
Key:

Data

{'content': '(Ep.) a lion'}