Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λίπουρος
λιποψυχέω
λιποψυχία
λιποψυχώδης
λίπτομαι
λιπυρία
λιπώδης
λιραίνω
Λίρις
λιρός
λιρόφθαλμος
λίς
λίς2
λισγάριον
λίσπαι
λισπόπυγος
λίσπος
λισσάνιος
λισσάς
λίσσομαι
Λίσσος
View word page
λιρόφθαλμος
lewd-eyed
ShortDef
lewd-eyed
Debugging
Headword:
λιρόφθαλμος
Headword (normalized):
λιρόφθαλμος
Headword (normalized/stripped):
λιροφθαλμος
IDX:
53486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53487
Key:
Data
{'content': 'lewd-eyed'}