Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λιποτονέω
λιποτριχέω
λιποτριχής
λιπουργός
λίπουρος
λιποψυχέω
λιποψυχία
λιποψυχώδης
λίπτομαι
λιπυρία
λιπώδης
λιραίνω
Λίρις
λιρός
λιρόφθαλμος
λίς
λίς2
λισγάριον
λίσπαι
λισπόπυγος
λίσπος
View word page
λιπώδης
fatty, oily
ShortDef
fatty, oily
Debugging
Headword:
λιπώδης
Headword (normalized):
λιπώδης
Headword (normalized/stripped):
λιπωδης
IDX:
53482
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53483
Key:
Data
{'content': 'fatty, oily'}