Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιπότης
λιποτονέω
λιποτριχέω
λιποτριχής
λιπουργός
λίπουρος
λιποψυχέω
λιποψυχία
λιποψυχώδης
λίπτομαι
λιπυρία
λιπώδης
λιραίνω
Λίρις
λιρός
λιρόφθαλμος
λίς
λίς2
λισγάριον
λίσπαι
λισπόπυγος
View word page
λιπυρία
a malignant intermittent fever

ShortDef

a malignant intermittent fever

Debugging

Headword:
λιπυρία
Headword (normalized):
λιπυρία
Headword (normalized/stripped):
λιπυρια
IDX:
53481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53482
Key:

Data

{'content': 'a malignant intermittent fever'}