Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιποταξίου
λιπότεκνος
λιποτελέω
λιπότης
λιποτονέω
λιποτριχέω
λιποτριχής
λιπουργός
λίπουρος
λιποψυχέω
λιποψυχία
λιποψυχώδης
λίπτομαι
λιπυρία
λιπώδης
λιραίνω
Λίρις
λιρός
λιρόφθαλμος
λίς
λίς2
View word page
λιποψυχία
swooning

ShortDef

swooning

Debugging

Headword:
λιποψυχία
Headword (normalized):
λιποψυχία
Headword (normalized/stripped):
λιποψυχια
IDX:
53478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53479
Key:

Data

{'content': 'swooning'}