Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιποτάξιον
λιποταξίου
λιπότεκνος
λιποτελέω
λιπότης
λιποτονέω
λιποτριχέω
λιποτριχής
λιπουργός
λίπουρος
λιποψυχέω
λιποψυχία
λιποψυχώδης
λίπτομαι
λιπυρία
λιπώδης
λιραίνω
Λίρις
λιρός
λιρόφθαλμος
λίς
View word page
λιποψυχέω
to leave life, swoon

ShortDef

to leave life, swoon

Debugging

Headword:
λιποψυχέω
Headword (normalized):
λιποψυχέω
Headword (normalized/stripped):
λιποψυχεω
IDX:
53477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53478
Key:

Data

{'content': 'to leave life, swoon'}