Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λιποστρατιώτης
λιποτακτέω
λιποτάκτης
λιποταξία
λιποτάξιον
λιποταξίου
λιπότεκνος
λιποτελέω
λιπότης
λιποτονέω
λιποτριχέω
λιποτριχής
λιπουργός
λίπουρος
λιποψυχέω
λιποψυχία
λιποψυχώδης
λίπτομαι
λιπυρία
λιπώδης
λιραίνω
View word page
λιποτριχέω
grow bald
ShortDef
grow bald
Debugging
Headword:
λιποτριχέω
Headword (normalized):
λιποτριχέω
Headword (normalized/stripped):
λιποτριχεω
IDX:
53473
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53474
Key:
Data
{'content': 'grow bald'}