Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λιποστράτιον
λιποστρατιώτης
λιποτακτέω
λιποτάκτης
λιποταξία
λιποτάξιον
λιποταξίου
λιπότεκνος
λιποτελέω
λιπότης
λιποτονέω
λιποτριχέω
λιποτριχής
λιπουργός
λίπουρος
λιποψυχέω
λιποψυχία
λιποψυχώδης
λίπτομαι
λιπυρία
λιπώδης
View word page
λιποτονέω
become relaxed
ShortDef
become relaxed
Debugging
Headword:
λιποτονέω
Headword (normalized):
λιποτονέω
Headword (normalized/stripped):
λιποτονεω
IDX:
53472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53473
Key:
Data
{'content': 'become relaxed'}