Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιποπνόη
λιπόπνοος
λιποπτόλεμος
λιπόπτολις
λιποπωγωνία
λιπόρρινος
λίπος
λιποσαρκέω
λιποσαρκής
λιποσαρκία
λιπόσαρκος
λιποσθενής
λιποσιτέω
λιπόσκιος
λιποστέφανος
λιποστρατέω
λιποστρατία
λιποστράτιον
λιποστρατιώτης
λιποτακτέω
λιποτάκτης
View word page
λιπόσαρκος
lean, thin

ShortDef

lean, thin

Debugging

Headword:
λιπόσαρκος
Headword (normalized):
λιπόσαρκος
Headword (normalized/stripped):
λιποσαρκος
IDX:
53455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53456
Key:

Data

{'content': 'lean, thin'}