Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιποδεής
λιποδερμέω
λιπόδερμος
λιποδρανέω
λιποδρανής
λιπόθηλος
λιπόθριξ
λιπόθροος
λιποθυμέω
λιποθυμία
λιποθυμικός
λιποθυμιώδης
λιπόκεντρος
λιπόκρεως
λιπόκωπος
λιπομαρτύριον
λιπομαρτυρίου
λιπομήτωρ
λιπόναυς
λιποναύτης
λιποναυτίου
View word page
λιποθυμικός
subject to fainting fits

ShortDef

subject to fainting fits

Debugging

Headword:
λιποθυμικός
Headword (normalized):
λιποθυμικός
Headword (normalized/stripped):
λιποθυμικος
IDX:
53430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53431
Key:

Data

{'content': 'subject to fainting fits'}