Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιπογράμματος
λιπόγυιος
λιποδεής
λιποδερμέω
λιπόδερμος
λιποδρανέω
λιποδρανής
λιπόθηλος
λιπόθριξ
λιπόθροος
λιποθυμέω
λιποθυμία
λιποθυμικός
λιποθυμιώδης
λιπόκεντρος
λιπόκρεως
λιπόκωπος
λιπομαρτύριον
λιπομαρτυρίου
λιπομήτωρ
λιπόναυς
View word page
λιποθυμέω
fall into a swoon, faint

ShortDef

fall into a swoon, faint

Debugging

Headword:
λιποθυμέω
Headword (normalized):
λιποθυμέω
Headword (normalized/stripped):
λιποθυμεω
IDX:
53428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53429
Key:

Data

{'content': 'fall into a swoon, faint'}