Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιπεσάνωρ
λιπήμεροι
λιποβοτανέω
λιπογάλακτος
λιπόγαμος
λιπόγληνος
λιπόγλωσσος
λιπογράμματος
λιπόγυιος
λιποδεής
λιποδερμέω
λιπόδερμος
λιποδρανέω
λιποδρανής
λιπόθηλος
λιπόθριξ
λιπόθροος
λιποθυμέω
λιποθυμία
λιποθυμικός
λιποθυμιώδης
View word page
λιποδερμέω
to be without skin

ShortDef

to be without skin

Debugging

Headword:
λιποδερμέω
Headword (normalized):
λιποδερμέω
Headword (normalized/stripped):
λιποδερμεω
IDX:
53421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53422
Key:

Data

{'content': 'to be without skin'}