Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιπαρόχροος
λιπαρώψ
λίπας
λίπασμα
λιπασμός
λιπαυγής
λιπαυρέω
λιπάω
λιπέλαιον
λιπεργάτης
λιπερνέω
λιπερνής
λιπεσάνωρ
λιπήμεροι
λιποβοτανέω
λιπογάλακτος
λιπόγαμος
λιπόγληνος
λιπόγλωσσος
λιπογράμματος
λιπόγυιος
View word page
λιπερνέω
to be poor

ShortDef

to be poor

Debugging

Headword:
λιπερνέω
Headword (normalized):
λιπερνέω
Headword (normalized/stripped):
λιπερνεω
IDX:
53409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53410
Key:

Data

{'content': 'to be poor'}