Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιπαρότροφος
λιπαρόχροος
λιπαρώψ
λίπας
λίπασμα
λιπασμός
λιπαυγής
λιπαυρέω
λιπάω
λιπέλαιον
λιπεργάτης
λιπερνέω
λιπερνής
λιπεσάνωρ
λιπήμεροι
λιποβοτανέω
λιπογάλακτος
λιπόγαμος
λιπόγληνος
λιπόγλωσσος
λιπογράμματος
View word page
λιπεργάτης
unemployed labourer

ShortDef

unemployed labourer

Debugging

Headword:
λιπεργάτης
Headword (normalized):
λιπεργάτης
Headword (normalized/stripped):
λιπεργατης
IDX:
53408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53409
Key:

Data

{'content': 'unemployed labourer'}