Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιπαρός
λιπαρότης
λιπαρότροφος
λιπαρόχροος
λιπαρώψ
λίπας
λίπασμα
λιπασμός
λιπαυγής
λιπαυρέω
λιπάω
λιπέλαιον
λιπεργάτης
λιπερνέω
λιπερνής
λιπεσάνωρ
λιπήμεροι
λιποβοτανέω
λιπογάλακτος
λιπόγαμος
λιπόγληνος
View word page
λιπάω
to be fat and sleek

ShortDef

to be fat and sleek

Debugging

Headword:
λιπάω
Headword (normalized):
λιπάω
Headword (normalized/stripped):
λιπαω
IDX:
53406
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53407
Key:

Data

{'content': 'to be fat and sleek'}