Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λιπαροπλόκαμος
λιπαρός
λιπαρότης
λιπαρότροφος
λιπαρόχροος
λιπαρώψ
λίπας
λίπασμα
λιπασμός
λιπαυγής
λιπαυρέω
λιπάω
λιπέλαιον
λιπεργάτης
λιπερνέω
λιπερνής
λιπεσάνωρ
λιπήμεροι
λιποβοτανέω
λιπογάλακτος
λιπόγαμος
View word page
λιπαυρέω
to be calm
ShortDef
to be calm
Debugging
Headword:
λιπαυρέω
Headword (normalized):
λιπαυρέω
Headword (normalized/stripped):
λιπαυρεω
IDX:
53405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53406
Key:
Data
{'content': 'to be calm'}