Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιπαροκρήδεμνος
λιπαρόμματος
λιπαροπλόκαμος
λιπαρός
λιπαρότης
λιπαρότροφος
λιπαρόχροος
λιπαρώψ
λίπας
λίπασμα
λιπασμός
λιπαυγής
λιπαυρέω
λιπάω
λιπέλαιον
λιπεργάτης
λιπερνέω
λιπερνής
λιπεσάνωρ
λιπήμεροι
λιποβοτανέω
View word page
λιπασμός
anointing

ShortDef

anointing

Debugging

Headword:
λιπασμός
Headword (normalized):
λιπασμός
Headword (normalized/stripped):
λιπασμος
IDX:
53403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53404
Key:

Data

{'content': 'anointing'}