Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιπαρόθρονος
λιπαροκρήδεμνος
λιπαρόμματος
λιπαροπλόκαμος
λιπαρός
λιπαρότης
λιπαρότροφος
λιπαρόχροος
λιπαρώψ
λίπας
λίπασμα
λιπασμός
λιπαυγής
λιπαυρέω
λιπάω
λιπέλαιον
λιπεργάτης
λιπερνέω
λιπερνής
λιπεσάνωρ
λιπήμεροι
View word page
λίπασμα
a greasy form of ulceration

ShortDef

a greasy form of ulceration

Debugging

Headword:
λίπασμα
Headword (normalized):
λίπασμα
Headword (normalized/stripped):
λιπασμα
IDX:
53402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53403
Key:

Data

{'content': 'a greasy form of ulceration'}