Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιπαρόγειος
λιπαρόζωνος
λιπαρόθρονος
λιπαροκρήδεμνος
λιπαρόμματος
λιπαροπλόκαμος
λιπαρός
λιπαρότης
λιπαρότροφος
λιπαρόχροος
λιπαρώψ
λίπας
λίπασμα
λιπασμός
λιπαυγής
λιπαυρέω
λιπάω
λιπέλαιον
λιπεργάτης
λιπερνέω
λιπερνής
View word page
λιπαρώψ
bright-looking

ShortDef

bright-looking

Debugging

Headword:
λιπαρώψ
Headword (normalized):
λιπαρώψ
Headword (normalized/stripped):
λιπαρωψ
IDX:
53400
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53401
Key:

Data

{'content': 'bright-looking'}