Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιπαρία
λιπαρία2
λιπαρόγειος
λιπαρόζωνος
λιπαρόθρονος
λιπαροκρήδεμνος
λιπαρόμματος
λιπαροπλόκαμος
λιπαρός
λιπαρότης
λιπαρότροφος
λιπαρόχροος
λιπαρώψ
λίπας
λίπασμα
λιπασμός
λιπαυγής
λιπαυρέω
λιπάω
λιπέλαιον
λιπεργάτης
View word page
λιπαρότροφος
richly fed

ShortDef

richly fed

Debugging

Headword:
λιπαρότροφος
Headword (normalized):
λιπαρότροφος
Headword (normalized/stripped):
λιπαροτροφος
IDX:
53398
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53399
Key:

Data

{'content': 'richly fed'}