Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιπαρητέον
λιπαρητέος
λιπαρία
λιπαρία2
λιπαρόγειος
λιπαρόζωνος
λιπαρόθρονος
λιπαροκρήδεμνος
λιπαρόμματος
λιπαροπλόκαμος
λιπαρός
λιπαρότης
λιπαρότροφος
λιπαρόχροος
λιπαρώψ
λίπας
λίπασμα
λιπασμός
λιπαυγής
λιπαυρέω
λιπάω
View word page
λιπαρός
oily, shiny with oil

ShortDef

oily, shiny with oil

Debugging

Headword:
λιπαρός
Headword (normalized):
λιπαρός
Headword (normalized/stripped):
λιπαρος
IDX:
53396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53397
Key:

Data

{'content': 'oily, shiny with oil'}