Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λιπαρής
λιπάρησις
λιπαρητέον
λιπαρητέος
λιπαρία
λιπαρία2
λιπαρόγειος
λιπαρόζωνος
λιπαρόθρονος
λιπαροκρήδεμνος
λιπαρόμματος
λιπαροπλόκαμος
λιπαρός
λιπαρότης
λιπαρότροφος
λιπαρόχροος
λιπαρώψ
λίπας
λίπασμα
λιπασμός
λιπαυγής
View word page
λιπαρόμματος
lustrous-eyed
ShortDef
lustrous-eyed
Debugging
Headword:
λιπαρόμματος
Headword (normalized):
λιπαρόμματος
Headword (normalized/stripped):
λιπαρομματος
IDX:
53394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53395
Key:
Data
{'content': 'lustrous-eyed'}