Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιπαράμπυξ
λιπαραυγής
λιπαρέω
λιπαρής
λιπάρησις
λιπαρητέον
λιπαρητέος
λιπαρία
λιπαρία2
λιπαρόγειος
λιπαρόζωνος
λιπαρόθρονος
λιπαροκρήδεμνος
λιπαρόμματος
λιπαροπλόκαμος
λιπαρός
λιπαρότης
λιπαρότροφος
λιπαρόχροος
λιπαρώψ
λίπας
View word page
λιπαρόζωνος
bright-girdled

ShortDef

bright-girdled

Debugging

Headword:
λιπαρόζωνος
Headword (normalized):
λιπαρόζωνος
Headword (normalized/stripped):
λιπαροζωνος
IDX:
53391
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53392
Key:

Data

{'content': 'bright-girdled'}