Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Λιπαραῖος
λιπαράμπυξ
λιπαραυγής
λιπαρέω
λιπαρής
λιπάρησις
λιπαρητέον
λιπαρητέος
λιπαρία
λιπαρία2
λιπαρόγειος
λιπαρόζωνος
λιπαρόθρονος
λιπαροκρήδεμνος
λιπαρόμματος
λιπαροπλόκαμος
λιπαρός
λιπαρότης
λιπαρότροφος
λιπαρόχροος
λιπαρώψ
View word page
λιπαρόγειος
with rich soil

ShortDef

with rich soil

Debugging

Headword:
λιπαρόγειος
Headword (normalized):
λιπαρόγειος
Headword (normalized/stripped):
λιπαρογειος
IDX:
53390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53391
Key:

Data

{'content': 'with rich soil'}