Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λιπαίνω
λιπανδρέω
λιπανδρία
λίπανσις
λιπαντέον
λιπαντικός
Λιπάρα
Λιπαραῖος
λιπαράμπυξ
λιπαραυγής
λιπαρέω
λιπαρής
λιπάρησις
λιπαρητέον
λιπαρητέος
λιπαρία
λιπαρία2
λιπαρόγειος
λιπαρόζωνος
λιπαρόθρονος
λιπαροκρήδεμνος
View word page
λιπαρέω
to persist, persevere, hold out

ShortDef

to persist, persevere, hold out

Debugging

Headword:
λιπαρέω
Headword (normalized):
λιπαρέω
Headword (normalized/stripped):
λιπαρεω
IDX:
53383
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53384
Key:

Data

{'content': 'to persist, persevere, hold out'}