Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λινυφαντικός
λίνυφος
λινῳδία
λινωνία
λίπα
λιπάδελφος
λιπαίνω
λιπανδρέω
λιπανδρία
λίπανσις
λιπαντέον
λιπαντικός
Λιπάρα
Λιπαραῖος
λιπαράμπυξ
λιπαραυγής
λιπαρέω
λιπαρής
λιπάρησις
λιπαρητέον
λιπαρητέος
View word page
λιπαντέον
one must anoint

ShortDef

one must anoint

Debugging

Headword:
λιπαντέον
Headword (normalized):
λιπαντέον
Headword (normalized/stripped):
λιπαντεον
IDX:
53377
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53378
Key:

Data

{'content': 'one must anoint'}