Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λινόχλαινος
λινόχορτος
λινυφαντεῖον
λινυφαντικός
λίνυφος
λινῳδία
λινωνία
λίπα
λιπάδελφος
λιπαίνω
λιπανδρέω
λιπανδρία
λίπανσις
λιπαντέον
λιπαντικός
Λιπάρα
Λιπαραῖος
λιπαράμπυξ
λιπαραυγής
λιπαρέω
λιπαρής
View word page
λιπανδρέω
to be in want of men

ShortDef

to be in want of men

Debugging

Headword:
λιπανδρέω
Headword (normalized):
λιπανδρέω
Headword (normalized/stripped):
λιπανδρεω
IDX:
53374
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53375
Key:

Data

{'content': 'to be in want of men'}