Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λινοχίτων
λινόχλαινος
λινόχορτος
λινυφαντεῖον
λινυφαντικός
λίνυφος
λινῳδία
λινωνία
λίπα
λιπάδελφος
λιπαίνω
λιπανδρέω
λιπανδρία
λίπανσις
λιπαντέον
λιπαντικός
Λιπάρα
Λιπαραῖος
λιπαράμπυξ
λιπαραυγής
λιπαρέω
View word page
λιπαίνω
to oil, anoint
ShortDef
to oil, anoint
Debugging
Headword:
λιπαίνω
Headword (normalized):
λιπαίνω
Headword (normalized/stripped):
λιπαινω
IDX:
53373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53374
Key:
Data
{'content': 'to oil, anoint'}