Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λινοφόρος
λινοχίτων
λινόχλαινος
λινόχορτος
λινυφαντεῖον
λινυφαντικός
λίνυφος
λινῳδία
λινωνία
λίπα
λιπάδελφος
λιπαίνω
λιπανδρέω
λιπανδρία
λίπανσις
λιπαντέον
λιπαντικός
Λιπάρα
Λιπαραῖος
λιπαράμπυξ
λιπαραυγής
View word page
λιπάδελφος
brotherless

ShortDef

brotherless

Debugging

Headword:
λιπάδελφος
Headword (normalized):
λιπάδελφος
Headword (normalized/stripped):
λιπαδελφος
IDX:
53372
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53373
Key:

Data

{'content': 'brotherless'}