Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λινοϋφκός
λινοῦχος
λινοφακός
λινοφάντης
λινοφθόρος
λινοφόρος
λινοχίτων
λινόχλαινος
λινόχορτος
λινυφαντεῖον
λινυφαντικός
λίνυφος
λινῳδία
λινωνία
λίπα
λιπάδελφος
λιπαίνω
λιπανδρέω
λιπανδρία
λίπανσις
λιπαντέον
View word page
λινυφαντικός
of or for linen-weaving

ShortDef

of or for linen-weaving

Debugging

Headword:
λινυφαντικός
Headword (normalized):
λινυφαντικός
Headword (normalized/stripped):
λινυφαντικος
IDX:
53367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53368
Key:

Data

{'content': 'of or for linen-weaving'}