Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λινοΰφιον
λινοϋφκός
λινοῦχος
λινοφακός
λινοφάντης
λινοφθόρος
λινοφόρος
λινοχίτων
λινόχλαινος
λινόχορτος
λινυφαντεῖον
λινυφαντικός
λίνυφος
λινῳδία
λινωνία
λίπα
λιπάδελφος
λιπαίνω
λιπανδρέω
λιπανδρία
λίπανσις
View word page
λινυφαντεῖον
workshop for weaving flax

ShortDef

workshop for weaving flax

Debugging

Headword:
λινυφαντεῖον
Headword (normalized):
λινυφαντεῖον
Headword (normalized/stripped):
λινυφαντειον
IDX:
53366
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53367
Key:

Data

{'content': 'workshop for weaving flax'}