Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λινοϋφής
λινοϋφικός
λινοΰφιον
λινοϋφκός
λινοῦχος
λινοφακός
λινοφάντης
λινοφθόρος
λινοφόρος
λινοχίτων
λινόχλαινος
λινόχορτος
λινυφαντεῖον
λινυφαντικός
λίνυφος
λινῳδία
λινωνία
λίπα
λιπάδελφος
λιπαίνω
λιπανδρέω
View word page
λινόχλαινος
with linen mantle

ShortDef

with linen mantle

Debugging

Headword:
λινόχλαινος
Headword (normalized):
λινόχλαινος
Headword (normalized/stripped):
λινοχλαινος
IDX:
53364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53365
Key:

Data

{'content': 'with linen mantle'}