Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λινουργός
λινοϋφής
λινοϋφικός
λινοΰφιον
λινοϋφκός
λινοῦχος
λινοφακός
λινοφάντης
λινοφθόρος
λινοφόρος
λινοχίτων
λινόχλαινος
λινόχορτος
λινυφαντεῖον
λινυφαντικός
λίνυφος
λινῳδία
λινωνία
λίπα
λιπάδελφος
λιπαίνω
View word page
λινοχίτων
with linen tunic

ShortDef

with linen tunic

Debugging

Headword:
λινοχίτων
Headword (normalized):
λινοχίτων
Headword (normalized/stripped):
λινοχιτων
IDX:
53363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53364
Key:

Data

{'content': 'with linen tunic'}