Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λινουργία
λινουργός
λινοϋφής
λινοϋφικός
λινοΰφιον
λινοϋφκός
λινοῦχος
λινοφακός
λινοφάντης
λινοφθόρος
λινοφόρος
λινοχίτων
λινόχλαινος
λινόχορτος
λινυφαντεῖον
λινυφαντικός
λίνυφος
λινῳδία
λινωνία
λίπα
λιπάδελφος
View word page
λινοφόρος
flax-bearing
ShortDef
flax-bearing
Debugging
Headword:
λινοφόρος
Headword (normalized):
λινοφόρος
Headword (normalized/stripped):
λινοφορος
IDX:
53362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53363
Key:
Data
{'content': 'flax-bearing'}