Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λινουργεῖον
λινουργέω
λινουργία
λινουργός
λινοϋφής
λινοϋφικός
λινοΰφιον
λινοϋφκός
λινοῦχος
λινοφακός
λινοφάντης
λινοφθόρος
λινοφόρος
λινοχίτων
λινόχλαινος
λινόχορτος
λινυφαντεῖον
λινυφαντικός
λίνυφος
λινῳδία
λινωνία
View word page
λινοφάντης
linen-weaver

ShortDef

linen-weaver

Debugging

Headword:
λινοφάντης
Headword (normalized):
λινοφάντης
Headword (normalized/stripped):
λινοφαντης
IDX:
53360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53361
Key:

Data

{'content': 'linen-weaver'}