Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λινουλκός
λινουργεῖον
λινουργέω
λινουργία
λινουργός
λινοϋφής
λινοϋφικός
λινοΰφιον
λινοϋφκός
λινοῦχος
λινοφακός
λινοφάντης
λινοφθόρος
λινοφόρος
λινοχίτων
λινόχλαινος
λινόχορτος
λινυφαντεῖον
λινυφαντικός
λίνυφος
λινῳδία
View word page
λινοφακός
flax mixed with lentils

ShortDef

flax mixed with lentils

Debugging

Headword:
λινοφακός
Headword (normalized):
λινοφακός
Headword (normalized/stripped):
λινοφακος
IDX:
53359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53360
Key:

Data

{'content': 'flax mixed with lentils'}