Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λινούδιον
λινουλκός
λινουργεῖον
λινουργέω
λινουργία
λινουργός
λινοϋφής
λινοϋφικός
λινοΰφιον
λινοϋφκός
λινοῦχος
λινοφακός
λινοφάντης
λινοφθόρος
λινοφόρος
λινοχίτων
λινόχλαινος
λινόχορτος
λινυφαντεῖον
λινυφαντικός
λίνυφος
View word page
λινοῦχος
having

ShortDef

having

Debugging

Headword:
λινοῦχος
Headword (normalized):
λινοῦχος
Headword (normalized/stripped):
λινουχος
IDX:
53358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53359
Key:

Data

{'content': 'having'}