Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λινοτειχής
λινούδιον
λινουλκός
λινουργεῖον
λινουργέω
λινουργία
λινουργός
λινοϋφής
λινοϋφικός
λινοΰφιον
λινοϋφκός
λινοῦχος
λινοφακός
λινοφάντης
λινοφθόρος
λινοφόρος
λινοχίτων
λινόχλαινος
λινόχορτος
λινυφαντεῖον
λινυφαντικός
View word page
λινοϋφκός
linen-weaver
ShortDef
linen-weaver
Debugging
Headword:
λινοϋφκός
Headword (normalized):
λινοϋφκός
Headword (normalized/stripped):
λινουφκος
IDX:
53357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53358
Key:
Data
{'content': 'linen-weaver'}