Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λινοστατέω
λινοστολία
λινόστολος
λινόστροφος
λινοτειχής
λινούδιον
λινουλκός
λινουργεῖον
λινουργέω
λινουργία
λινουργός
λινοϋφής
λινοϋφικός
λινοΰφιον
λινοϋφκός
λινοῦχος
λινοφακός
λινοφάντης
λινοφθόρος
λινοφόρος
λινοχίτων
View word page
λινουργός
a weaver
ShortDef
a weaver
Debugging
Headword:
λινουργός
Headword (normalized):
λινουργός
Headword (normalized/stripped):
λινουργος
IDX:
53353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53354
Key:
Data
{'content': 'a weaver'}