Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λινόσπερμον
λινοστασία
λινοστατέω
λινοστολία
λινόστολος
λινόστροφος
λινοτειχής
λινούδιον
λινουλκός
λινουργεῖον
λινουργέω
λινουργία
λινουργός
λινοϋφής
λινοϋφικός
λινοΰφιον
λινοϋφκός
λινοῦχος
λινοφακός
λινοφάντης
λινοφθόρος
View word page
λινουργέω
make into linen
ShortDef
make into linen
Debugging
Headword:
λινουργέω
Headword (normalized):
λινουργέω
Headword (normalized/stripped):
λινουργεω
IDX:
53351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53352
Key:
Data
{'content': 'make into linen'}