Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
λινόσπαρτον
λινοσπέρμινος
λινόσπερμον
λινοστασία
λινοστατέω
λινοστολία
λινόστολος
λινόστροφος
λινοτειχής
λινούδιον
λινουλκός
λινουργεῖον
λινουργέω
λινουργία
λινουργός
λινοϋφής
λινοϋφικός
λινοΰφιον
λινοϋφκός
λινοῦχος
λινοφακός
View word page
λινουλκός
of spun flax
ShortDef
of spun flax
Debugging
Headword:
λινουλκός
Headword (normalized):
λινουλκός
Headword (normalized/stripped):
λινουλκος
IDX:
53349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53350
Key:
Data
{'content': 'of spun flax'}