Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

λινόσαρκος
λινοσινής
λινόσπαρτον
λινοσπέρμινος
λινόσπερμον
λινοστασία
λινοστατέω
λινοστολία
λινόστολος
λινόστροφος
λινοτειχής
λινούδιον
λινουλκός
λινουργεῖον
λινουργέω
λινουργία
λινουργός
λινοϋφής
λινοϋφικός
λινοΰφιον
λινοϋφκός
View word page
λινοτειχής
with linen walls

ShortDef

with linen walls

Debugging

Headword:
λινοτειχής
Headword (normalized):
λινοτειχής
Headword (normalized/stripped):
λινοτειχης
IDX:
53347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-53348
Key:

Data

{'content': 'with linen walls'}